- ἀκραγεῖς
- ἀκραγήςnot barkingmasc/fem acc plἀκραγήςnot barkingmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακραγής — ἀκραγής, ὲς (Α) 1. αυτός που δεν κράζει, δεν γαβγίζει 2. φρ. «ἀκραγεῑς κύνες», γρύπες, μυθικά όντα με σώμα λιονταριού και κεφάλι και φτερά αετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἔκραγον, κράζω] … Dictionary of Greek
οξύστομος — ὀξύστομος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει κοφτερά δόντια («ὀξυστόμους γὰρ Ζηνὸς ἀκραγεῑς κύνας», Αισχύλ.) 2. (για ξίφος) κοφτερός, με κοφτερή λεπίδα 3. (για σικύες, δηλ. βεντούζες) αυτός που έχει αιχμηρά τα χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + στομος (<… … Dictionary of Greek